-
1 οικόπεδον
-
2 οἰκόπεδον
-
3 οικοπεδον
τό1) тж. pl. участок под домом Plat., Aeschin., Plut.2) развалины дома или пожарище Thuc.3) местоположение, территория(τῆς πόλεως Polyb.)
-
4 οἰκόπεδον
-ου τό N 2 0-0-0-2-1=3 Ps 101(102),7; 108(109),10; Sir 49,13building site Ps 101(102),7; building Sir 49,13 -
5 οἰκόπεδον
οἰκόπεδ-ον, τό,A site of a house, place on which a house is or has been built, IG12.325.14 (prob.), X.Vect.2.6, Aeschin.1.182, Arist.Pol. 1265b24 ; building-site, BGU906.21 (i A. D.), Dsc.2.158, etc. ; site of a city,πόλεως Plb.15.23.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκόπεδον
-
6 οἰκόπεδον
οἰκό-πεδον, τό, Haus-, Feuerstelle, die Stelle, auf der ein Haus steht od. stehen kann; τὸ τῆς πόλεως, Grund u. Boden der Stadt -
7 γή-πεδον
γή-πεδον, τό, = γεώπεδον, Grundstück, Garten; ἢ οἰκόπεδον Plat. Legg. V, 741 c; vgl. Phryn. B. A. 32, der hinzusetzt τὰ ἐν ταῖς πόλεσι προκείμενα ταῖς οἰκίαις, wie Schol. Il. 4, 2.
-
8 οικοπέδοιν
-
9 οἰκοπέδοιν
-
10 οικοπέδοις
-
11 οἰκοπέδοις
-
12 οικοπέδου
-
13 οἰκοπέδου
-
14 οικοπέδω
-
15 οἰκοπέδῳ
-
16 οικοπέδων
-
17 οἰκοπέδων
-
18 οικόπεδα
-
19 οἰκόπεδα
-
20 ἐξαιρετός
A removable, Hdt.2.121.ά; βάλανοι Aen.Tact. 20.3
;στελεοί J.AJ3.6.6
; ἐξαίρετα, τά removable parts of a machine, Orib.49.5.81.II ἐξαίρετος, ον, taken out, and so,1 picked out, chosen, choice,κοῦροι Ἰθάκης ἐξαίρετοι Od.4.643
;γυναῖκες Il.2.227
;ἕνα ἐ. ἀποκρίνειν Hdt.6.130
; esp. of booty and things given as a special honour, not assigned by lot,χρημάτων ἐ. ἄνθος A.Ag. 954
; , etc.;ἐ. τι ἐκτῆσθαι Hdt.8.140
.β; ἐ. οἰκόπεδον SIG 141.5
(Issa, iv B. C.);διδόναι X.Cyr.8.4.29
;δίδοσθαι Hdt.2.98
, 3.84.2 excepted,ἐ. τίθημι τὴν ἀκουσίαν S.Fr. 746
;ποιεῖσθαι Th.3.68
, cf. D.40.14;ἐ. μοι δὸς τόδ' E.IT 755
;οὐδ' ἐστὶν ἐ. ὥρα τις ἣν διαλείπει D.9.50
, cf. D.H.6.50; τριήρεις ἑκατὸν ἐξαιρέτους ἐψηφισάμεθα εἶναι to be set apart for special service, And.3.7;χίλια τάλαντα ἐ. ποιήσασθαι Th.2.24
.3 special, singular, remarkable,ἐ. μόχθος Pi.P. 2.30
;οὐδὲν ἐ. οὐδ' ἴδιον πεποίημαι D.18.281
;ἐ. αὑτῷ τυραννίδα περιποιεῖσθαι Aeschin.3.89
;βασιλείαν ἐ. αὑτοῖς παρ' ἐκείνων ἔλαβον Isoc. 6.20
; στρατηγία ἐ. extraordinary praetorship, Plu.Cat.Mi.39; τούτῳ μόνῳ ἐξαίρετόν ἐστι ποιεῖν ὅτι ἂν βούληται he alone has the special privilege.., Lys.10.3, cf. D.19.247; specially,POxy.
907.10 (iii A. D.), etc.; par excellence, Eustr. in EN348.1;ἐ. τινος
peculiar to,Jul.
Or.1.5c;ἰδιότητος Procl.Inst.21
.III ἐξαίρετα, τά, = ἀναλώματα, Ath.Mitt.13.249 (CR40.18), Heberdey-Wilhelm Reisen in Kilikien p.161.IV Adv. - τως specially,φίλανδρος IG12(7).395.14
([place name] Amorgos), cf. Plu.2.667f, POxy.1675.6, etc.; in a special degree, Arr. Epict.1.6.12;ὃν ἐ. τῶν φίλων στέργω BMus.Inscr.481
*.393 (Ephesus, ii A. D.); exclusively, characteristically, A.D.Synt.194.1; for choice, for preference, PMag.Lond.121.652.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαιρετός
См. также в других словарях:
οἰκόπεδον — site of a house neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοπέδοιν — οἰκόπεδον site of a house neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοπέδοις — οἰκόπεδον site of a house neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοπέδου — οἰκόπεδον site of a house neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοπέδων — οἰκόπεδον site of a house neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοπέδῳ — οἰκόπεδον site of a house neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκόπεδα — οἰκόπεδον site of a house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοπεδικός — ή, ό (Α οἰκοπεδικός, ή, όν) [οικόπεδον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οικόπεδο (α. «οικοπεδική διένεξη» β. οἰκοπεδικὸς πῆχυς» μονάδα μήκους) … Dictionary of Greek
οικόπεδο — το (Α οἰκόπεδον) συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για οικοδόμηση ή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί κτίσμα (α. «το οικόπεδο είναι ακόμη… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek